-
1 κατακύπτω
A bend down, stoop,πρόσσω γὰρ κατέκυψε Il.16.611
, cf. Aristeas 91, Ev.Jo.8.8; to be bowed down by shame, AP12.8 ([place name] Strato).2 look down from a window, LXX 4 Ki.9.32; stoop down and look,εἰς τὸν βυθόν Arr.Epict.2.16.22
;κ. εἴσω τοῦ Χάσματος Luc.DMort.21.1
;κ. ἐς τὸ ἄστυ Id.Pisc.39
, cf. Icar.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακύπτω
См. также в других словарях:
κατακύπτω — (Α) 1. σκύβω προς τα κάτω («πρόσσω γὰρ κατέκυψε», Ομ. Ιλ.) 2. κοιτάζω προς τα κάτω 3. στρέφω τα μάτια στο έδαφος από ντροπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κύπτω «σκύβω»] … Dictionary of Greek